κομπρεσέρ

κομπρεσέρ
το
(άκλ., λ. γαλλ.), όργανο εκσκαφής, που λειτουργεί με συμπίεση, συμπιεστής.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κομπρεσέρ — το όργανο εκσκαφής με μυτερό έμβολο στην άκρη του, το οποίο λειτουργεί με συμπιεσμένο αέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. compresseur < ρ. compresser < λατ. compresso «συμπιέζω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”